Διατροφή ανηλίκων σε περίπτωση διαζυγίου. Τι πρέπει να γνωρίζουμε. Μέρος Α.
Διατροφή ανηλίκων σε περίπτωση διαζυγίου. Τι πρέπει να γνωρίζουμε. Μέρος Α.
Μέρος Α.
Εισαγωγή.
Το θέμα της διατροφής των ανηλίκων παιδιών είναι ένα από τα πιο καυτά θέματα τα οποία πρέπει να αντιμετωπιστούν στην περίπτωση διαζυγίου ή διάστασης ενός ζευγαριού. Πολλές φορές δημιουργούνται παρεξηγήσεις ή προκύπτουν καυγάδες και αχρείαστες αντιπαραθέσεις οι οποίες πηγάζουν από εσφαλμένη γνώση των προνοιών της νομοθεσίας αλλά και των υποχρεώσεων έκαστου γονέα προς το ανήλικο παιδί του.
Αυτό είναι το πρώτο μέρος ενός άρθρου που σκοπό έχει να παρουσιάσει το ζήτημα με απλό και κατανοητό τρόπο. Το δεύτερο μέρος θα ακολουθήσει στη συνέχεια.
Επειδή στις πλείστες των περιπτώσεων η διατροφή διεκδικείται από την μητέρα αφού τα παιδιά (σχεδόν πάντοτε) είναι υπό τη φύλαξη και φροντίδα της, σε αυτό το άρθρο θα υποθέσουμε ότι ο αιτητής θα είναι η μητέρα και ότι αυτός εναντίον του οποίου στρέφεται η αίτηση διατροφής είναι ο πατέρας.
Ποιος έχει την ευθύνη;
Καταρχήν πρέπει να τονιστεί ότι τη πρωταρχική ευθύνη για διατροφή του ανήλικου παιδιού την έχει ο γονέας και όχι οποιοσδήποτε άλλος. Η διατροφή επιβάλλεται ως υποχρέωση σαν αποτέλεσμα της ιδιότητας του γονέα και είναι άσχετη με το εάν ο γονέας βλέπει το παιδί του ή έχει επικοινωνία μαζί του.
Σε πολλές περιπτώσεις στα πλαίσια επίλυσης ευρύτερων οικογενειακών διαφορών που αφορούν και διευθέτηση του θέματος της περιουσίας γίνονται προτάσεις για ανάληψη από τον ένα γονέα κάποιων οικονομικών υποχρεώσεων π.χ. ενός δανείου και ανάληψη από τον άλλο γονέα των εξόδων διατροφής των ανήλικων τέκνων. Σε τέτοιες περιπτώσεις πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι η υποχρέωση για πληρωμή διατροφής δεν μπορεί να αποκλειστεί συμβατικά – δηλαδή με συμφωνία των διαδίκων – αφού οποιαδήποτε συμφωνία που έχει ως σκοπό την αποφυγή πληρωμής διατροφής, έστω και με την ανάληψη άλλων υποχρεώσεων, είναι άκυρη στα μάτια του νόμου.
Η οικονομική δυνατότητα των γονέων.
Ένα άλλο θέμα το οποίο αποτελεί καυτή πατάτα σε υποθέσεις διατροφής είναι αυτό της οικονομικής δυνατότητας του καθενός από τους γονείς. Είναι αρκετές οι φορές που διάδικοι για χίλιους δύο λόγους προσπαθούν ή δίδουν οδηγίες στους δικηγόρους τους να συμπεριλάβουν σε υπερασπίσεις διατροφής λιγότερα από τα αληθινά οικονομικά τους στοιχεία πιστεύοντας ότι με αυτό τον τρόπο θα μειωθεί και η υποχρέωσή τους ή το ποσό που θα διαταχθούν να πληρώνουν ως διατροφή. Όπως έχει λεχθεί σε πολλές αποφάσεις των Οικογενειακών Δικαστηρίων αλλά και από το Ανώτατο Δικαστήριο, η οικονομική δυνατότητα εκάστου γονέα δεν είναι θέμα που πρέπει να αποδεικνύεται από την εκάστοτε αιτήτρια, αλλά ο κάθε διάδικος έχει υποχρέωση προς το δικαστήριο να δώσει αληθινή εικόνα των οικονομικών του δυνατοτήτων και να προβεί σε πλήρη και γνήσια αποκάλυψη των εισοδημάτων του.
Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει σε αρκετές περιπτώσεις τονίσει ότι η υποχρέωση για διατροφή των ανήλικων τέκνων μιας οικογένειας ανήκει και στους δύο γονείς ανάλογα και με την οικονομική κατάσταση του καθενός. Έχουν και οι δύο την υποχρέωση να προβούν σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη των πραγματικών τους εισοδημάτων και όχι μόνο των εξόδων τους.
Στην περίπτωση που ένας γονέας δεν προβαίνει ο ίδιος σε ειλικρινή και πλήρη αποκάλυψη σχετικά με την οικονομική του κατάσταση τότε το δικαστήριο μπορεί λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του επαγγέλματός του και το τι κερδίζουν άλλοι στο ίδιο επάγγελμα να υπολογίσει ότι αυτός έχει ψηλότερα από όσα ισχυρίζεται εισοδήματα.
Για παράδειγμα αν ένας δικηγόρος ισχυριστεί στο δικαστήριο ότι τα εισοδήματά του είναι €500 το μήνα – ποσό το οποίο είναι έκδηλα χαμηλό για το επάγγελμα των δικηγόρων – το δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη μεγαλύτερο ποσό αναλογιζόμενο το τι κερδίζουν άλλοι στο ίδιο επάγγελμα.
Το δικαστήριο δε σε κάθε περίπτωση πρέπει να προβαίνει σε πλήρη έρευνα όλων των στοιχείων και να καταλήγει το ίδιο σε εύρημα αναφορικά με τα εισοδήματα του κάθε γονέα.
Από την άλλη εάν ένας πατέρας έχει δημιουργήσει μια νέα οικογένεια τότε η υποχρέωση για συντήρηση της νέας του οικογένειας επιμετρείται σε σχέση με την υποχρέωση για διατροφή των παιδιών του από τον προηγούμενο γάμο.
Σαν αποτέλεσμα θα μπορούσε να λεχθεί συνοπτικά ότι ο καθορισμός του ποσού της διατροφής γίνεται με μία εξ΄αντικειμένου εκτίμηση των αναγκών του συγκεκριμένου παιδιού ή παιδιών, την κοινωνική υπόσταση των γονέων και τη δυνατότητα του κάθε γονέα να συνεισφέρει στο ποσό που κρίνεται εύλογο για το σκοπό αυτό όπως αναφέρθηκε πιο πάνω.
Οι οικονομικές ανάγκες των ανηλίκων αλλάζουν.
Πρέπει επίσης να λεχθεί ότι οι οικονομικές ανάγκες των παιδιών δεν είναι στατικές και ότι όσο μεγαλώνουν είναι λογικό ότι θα μεγαλώνουν και οι ανάγκες τους.
Σε κάθε περίπτωση όμως θα πρέπει να προσφέρεται συγκεκριμένη μαρτυρία στο δικαστήριο που να δικαιολογεί το συγκεκριμένο αιτούμενο ποσό.
Αυτή η μαρτυρία πρέπει να είναι όσο πιο αναλυτική γίνεται και η κάθε απαίτηση εξετάζεται υπό το πρίσμα της κοινής λογικής και της εμπειρίας που έχει το ίδιο το δικαστήριο από τη ζωή.
———————————————————————————————-
Αυτό το άρθρο είναι το Μέρος Α μίας παρουσίασης του ζητήματος της διατροφής ανηλίκων. Θα ακολουθήσει Μέρος Β.