Η ανεξαρτησία του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου στην υπόθεση Καμένου.
Η ανεξαρτησία του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου στην υπόθεση Καμένου.
Στις 31/10/2017 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) εξέδωσε την απόφασή του στην αίτηση 147/2007 στην υπόθεση Καμένος v. Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η υπόθεση αφορά προσφυγή στο ΕΔΑΔ του πρώην προέδρου του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Κώστα Καμένου κατά της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου (ΑΔΣ) για την απόλυση του από την θέση του δικαστή. Η απόφαση αποπομπής λήφθηκε στις 19/09/2006.
Το παράπονο του Καμένου ενώπιον του ΕΔΑΔ, αφορούσε παραβίαση των δικαιωμάτων που προστατεύονται κάτω από το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Ειδικότερα το παράπονο είχε δύο σκέλη:
- Ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα εκδίκαση ενώπιον ανεξάρτητουδικαστικού οργάνου διότι ο κατήγορος και ο δικαστής ήταν στην ουσία τα ίδια άτομα/όργανο και
- ότι δεν του δόθηκαν οι αναγκαίες λεπτομέρειεςαναφορικά με το αδίκημα το οποίο αντιμετώπιζε.
Σημειώνεται ότι στην Κύπρο ο πειθαρχικός έλεγχος των δικαστών γίνεται από το ΑΔΣ το οποίο είναι ένα σώμα που απαρτίζεται από τους 13 δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου. Σύμφωνα με τον κανονισμό και διαδικασία που ακολουθείται το ΑΔΣ διαμορφώνει το κατηγορητήριο, σε περίπτωση παραπτώματος και παραπομπής κάποιου δικαστή, αλλά ταυτόχρονα είναι και το ίδιο όργανο που τον δικάζει.
Συνεπώς το ίδιο σώμα είναι κατήγορος και δικαστής. Αυτό- κατά τον παραπονούμενο – παραβιάζει το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη καθότι δεν μπορεί το ίδιο άτομο/σώμα που διατυπώνει το κατηγορητήριο να αποφασίζει και επί των κατηγοριών αφού έτσι παραβιάζεται η αρχή της αμεροληψίας και ανεξαρτησίας του δικαστικού οργάνου.
Το ΕΔΑΔ με τη χθεσινή απόφαση του αποφάσισε ότι, σε ότι αφορά το πρώτο παράπονο, παραβιάστηκε το δικαίωμα εκδίκασης ενώπιον ανεξάρτητου δικαστικού οργάνου. Έκρινε δε ότι υπήρξε διαδικαστικό ελάττωμα (functional defect) διότι το όργανο το οποίο απήγγειλε τις κατηγορίες ήταν το ίδιο με το όργανο που τελικά εκδίκασε τον κατηγορούμενο. Συνεπώς η ανεξαρτησία του οργάνου ήταν δυνατόν να εμφανιστεί σε τρίτους ως αμφίβολη.
Η παράγραφος 109 της απόφασης αναφέρει επί του προκειμένου:
» 109. The Court therefore finds that on the facts of the case and considering the functional defect which it has identified, the impartiality of he SCJ was capable of appearing open to doubt. The applicant’s fears in that regard can thus be considered as objectively justified.»
Αναφορικά με το δεύτερο παράπονο του Καμένου το ΕΔΑΔ έκρινε ότι ήταν αδικαιολόγητο και ότι είχαν δοθεί οι απαραίτητες λεπτομέρειες των κατηγοριών στον παραπονούμενο.
Το αποτέλεσμα της απόφασης φέρνει ξανά στο φως τα προβλήματα που υπάρχουν στο θέμα της απονομής πειθαρχικής δικαιοσύνης στους δικαστές, τα οποία είχαν επισημανθεί και σε άλλες υποθέσεις στο παρελθόν από το ΕΔΑΔ. Θα πρέπει επομένως να εισαχθούν αλλαγές οι οποίες να ευθυγραμμίζουν την διαδικασία σύμφωνα με τις επιταγής της ΕΣΔΑ.
Το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται βεβαίως και σε άλλα πειθαρχικά όργανα και επιτροπές όπως είναι το πειθαρχικό συμβούλιο των δικηγόρων ή η επιτροπή προστασίας ανταγωνισμού όπου δεν υπάρχει διακριτή σχέση μεταξύ του οργάνου που διερευνά και καταστήσει το κατηγορητήριο και του οργάνων που στο τέλος εκδικάζει την υπόθεση.
Το ΕΔΑΔ επιδίκασε κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας το ποσό των €7,800 ως αποζημιώσεις και το ποσό των €10,000 ως έξοδα.
Στη σύνθεση του ΕΔΑΔ συμμετείχε ad hoc ο δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κώστας Παμπαλλής ο οποίος εξέδωσε ξεχωριστή απόφαση από την πλειοψηφία κρίνοντας ότι δεν υπήρξε καμία παραβίαση.