Πρέπει να πληρωθούν το μισθό τους, χωρίς αποκοπές οι δημόσιοι υπάλληλοι, στο τέλος Απριλίου;
Πρέπει να πληρωθούν το μισθό τους, χωρίς αποκοπές οι δημόσιοι υπάλληλοι, στο τέλος Απριλίου;
Οι τρεις αποφάσεις του διοικητικού δικαστηρίου που εκδόθηκαν στις 29/03/2019 , [1] με τις οποίες κηρύχθηκαν ως αντισυνταγματικές οι πρόνοιες των νόμων που αφορούσαν τις μειώσεις στις απολαβές των δημοσίων υπαλλήλων διότι συγκρούονται με το άρθρο 23 του Συντάγματος, εγείρουν μεταξύ άλλων, πολύ ενδιαφέροντα νομικά ζητήματα και ερωτήματα συνταγματικού δικαίου.
Αυτά στα οποία έχει επικεντρωθεί η δημόσια συζήτηση αφορούν το πρακτικό αποτέλεσμα των αποφάσεων.
Ένα ερώτημα είναι κατά πόσο πρέπει να καταβληθούν αναδρομικά σε όλους όσους επηρεάζονται οι μισθοί και απολαβές ή μόνο σε αυτούς που έχουν προσφύγει στο δικαστήριο. Πρόσθετο ερώητημα είναι κατά πόσο με την κήρυξη των νόμων ως αντισυνταγματικών, θα πρέπει άμεσα να υπάρξει συμμόρφωση της διοίκησης με την ακυρωτική απόφαση δηλαδή να πληρωθούν οι δημόσιοι υπάλληλοι κανονικά στο τέλος του Απριλίου.
Οι απαντήσεις στα πιο πάνω δεν είναι απλές, ενόψει και της σοβαρότητας των επιπτώσεων από τις υπό εξέταση αποφάσεις στα δημοσιονομικά του κράτους.
Νομίζω ότι το πρώτο ερώτημα που πρέπει να τεθεί είναι ποιο αποτέλεσμα επιφέρει στην έννομη τάξη η κήρυξη ενός νόμου ως αντισυνταγματικού;
Η απάντηση είναι ότι από τη στιγμή που ένα αρμόδιο δικαστήριο κρίνει ένα νόμο ως αντισυνταγματικό, αυτό επιφέρει αυτόματα την παύση της ισχύος του νόμου. Συνεπώς αυτός ο νόμος είτε καθ’ ολοκληρία, είτε η συγκεκριμένη πρόνοια, παύει να έχει οποιαδήποτε νομική ισχύ.
Συναφές ερώτημα είναι από ποτέ τίθεται σε ισχύ η κρίση περί αντισυνταγματικότητας ενός νόμου. Ισχύει από την ημέρα από το δικαστήριο κήρυξε τον νόμο ως αντισυνταγματικό ή ανατρέχει κατά τον χρόνο ψήφισης ή δημοσίευσης του νόμου στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας;
Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι ιδιαίτερα δύσκολη και υπάρχουν συγκρουόμενες απόψεις. Ιδιαίτερη δυσκολία παρουσιάζουν οι περιπτώσεις όπου η κατάσταση πραγμάτων που βασίζονταν στον αντισυνταγματικό νόμο δεν μπορεί να ανατραπεί όπως είναι το παράδειγμα με ποινικούς νόμους που δημιουργούν ποινικά αδικήματα τα οποία εκ των υστέρων κρίνονται ως αντισυνταγματικά όμως ο προσφεύγων έχει ήδη εκτίσει την ποινή φυλάκισης.
Η αντιμετώπιση διαφέρει από χώρα σε χώρα. Για παράδειγμα στην Γερμανία η κήρυξη ενός νόμου ως αντισυνταγματικού επιφέρει και ανατροπή όλων των έννομων συνεπειών που επήλθαν κατά τη διάρκεια της εφαρμογής του. Αυτό γίνεται αυτόματα χωρίς ανάγκη έκδοσης οποιουδήποτε άλλου νομού η ενέργειας από πλευράς της διοίκησης.
Σε άλλες χώρες όπως για παράδειγμα στην Πορτογαλία υπάρχει πρόνοια στο ίδιο το Σύνταγμα που ορίζει ότι το ακυρωτικό δικαστήριο δύναται να περιορίσει το αναδρομικό ακυρωτικό αποτέλεσμα της απόφασης της αντισυνταγματικότητας, δηλαδή να μεταθέσει τον χρόνο έναρξης του ανίσχυρου του αντισυνταγματικού νόμου, για λόγους ασφάλειας δικαίου.
Στην Ιταλία, το άρθρο 136 του συντάγματος του 1947 ορίζει ότι, εφόσον το δικαστήριο κρίνει με απόφασή του ότι η διάταξη του ελεγχόμενου νόμου είναι αντισυνταγματική, τότε αυτή παύει να παράγει έννομες συνέπειες από την επόμενη ημέρα της δημοσίευσης της απόφασης του δικαστηρίου στην επίσημη εφημερίδα του κράτους. Επομένως με βάση αυτή τη ρύθμιση δεν ανατρέπονται, καταρχήν, οι έννομες ή πραγματικές συνέπειες που η αντισυνταγματική διάταξη επέφερε κατά τη διάρκεια της ισχύος της. [2]
Ερχόμενος τώρα στο πρώτο ερώτημα δηλαδή κατά πόσο πρέπει να καταβληθούν αναδρομικά σε όλους όσους επηρεάζονται οι μισθοί και απολαβές ή μόνο σε αυτούς που έχουν προσφύγει στο δικαστήριο, η νομολογία μας έχει αποφασίσει εδώ και χρόνια ότι σε αναθεωρητικές πρόσφυγες, όπως ήταν οι συγκεκριμένες υποθέσεις, το θέμα της συνταγματικότητας της νομοθεσίας εξετάζεται μόνο σε σχέση με τα επίδικα θέματα και αποφασίζεται στην συγκεκριμένη υπόθεση και μόνο μεταξύ των διαδίκων που τους αφορά. Επίσης, το Ανώτατο Δικαστήριο έχει αποφασίσει ότι η κήρυξη ενός νόμου ως αντισυνταγματικού έχει αναδρομική ισχύ, συνεπώς το όφελος από επιστροφή των αποκοπών θα έχουν μόνο οι υπάλληλοι οι οποίοι προσέφυγαν στο δικαστήριο.
Αναφορικά τώρα με το ερώτημα το τι θα γίνει με την πληρωμή των δημοσίων υπαλλήλων στο τέλος Απριλίου, η απάντηση κατά τη γνώμη μου είναι ξεκάθαρη. Από τη στιγμή που οι πρόνοιες των επίδικων νόμων που αφορούσαν την αποκοπή μισθών κρίθηκαν ως αντισυνταγματικές ακολουθεί ότι είναι άκυρες . Συνεπώς ο νόμος παύει να ισχύει ex nunc δηλαδή από τώρα και στο εξής για όλους. Αυτό σημαίνει ότι το Κράτος πρέπει να ενεργήσει στο τέλος του Απρίλη ωσάν οι επίδικοι νόμοι ουδέποτε να είχαν τεθεί σε ισχύ.
Ένα άλλο ζήτημα που έχει συζητηθεί είναι αυτό της αναστολής εκτέλεσης των αποφάσεων του διοικητικού δικαστηρίου. Για αυτό το θέμα πρέπει να διασαφηνήσουμε ότι η αναστολή μιας δικαστικής απόφασης αφορά, σύμφωνα με τη νομολογία μας, αναστολή εκτέλεσης της απόφασης και δεν επηρεάζει την ισχύ της απόφασης. Με άλλα λόγια στη συγκεκριμένη περίπτωση η κατάληξη του διοικητικού δικαστηρίου ότι ο νόμος είναι αντισυνταγματικός δεν μπορεί να ανασταλεί αλλά μόνο να ακυρωθεί από το εφετείο. Εκείνο που μπορεί να ανασταλεί είναι η εκτέλεση της απόφασης ή οι συνέπειες οι οικονομικές που απορρέουν από αυτή την απόφαση.
Ποιους όμως αφορούν αυτές οι συνέπειες; Κατά τη γνώμη μου αφορούν μόνο τους προσφεύγοντες και την υποχρέωση του κράτους να τους καταβάλει αναδρομικά τα ωφελήματα που απέκοψαν. Κατά συνέπεια με την αναστολή εκτέλεσης δεν επηρεάζεται, κατά τη γνώμη μου, το γεγονός ότι οι νόμοι έχουν κριθεί αντισυνταγματικοί, συνεπώς η υποχρέωση του κράτους να πληρώνει τώρα και στο εξής τους μισθούς χωρίς αποκοπές ενδεχομένως να μην μπορεί να ανασταλεί.
Τέλος θέλω να αναφερθώ και στο θέμα της κριτικής που ασκήθηκε κατά της απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου όχι από νομικούς αλλά γενικότερα από τα μέσα ενημέρωσης. Ασφαλώς το δικαίωμα κριτικής των δικαστικών αποφάσεων είναι σεβαστό και απαραίτητο σε μία δημοκρατική κοινωνία.
Θεωρώ όμως ότι η κριτική που ασκήθηκε, δεν έλαβε υπόψη στο βαθμό που θα έπρεπε το γεγονός ότι το διοικητικό δικαστήριο στην ουσία βάσισε την απόφασή του επί του δεδικασμένου που προέκυψε από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Χαραλάμπους [3].
Σε αυτή την υπόθεση το Ανώτατο Δικαστήριο σε πλήρη ολομέλεια το 2014, ερμήνευσε το άρθρο 23 του Συντάγματος και έκρινε ότι πρώτον ο μισθός αποτελεί περιουσιακό δικαίωμα και δεύτερον ότι δεν μπορεί να υπάρξει επέμβαση σε αυτό το δικαίωμα για λόγους δημοσίου συμφέροντος διότι τέτοιος περιορισμός δεν προνοείται από τις εξαιρέσεις του άρθρου 23 του Συντάγματος. Η πλειοψηφία των δικαστών στην υπόθεση Χαραλάμπους έκριναν ότι λόγω του ότι οι αποκοπές στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν πολύ μικρές, ότι δεν επηρέαζαν τον πυρήνα του δικαιώματος. Η μειοψηφία έκρινε ότι ήταν αντισυνταγματικές. Ακολούθησε η απόφαση στην υπόθεση Κουτσελίνη [4] που κινήθηκε στα ίδια πλαίσια.
Το διοικητικό δικαστήριο επομένως, απλά εφάρμοσε το σκεπτικό της υπόθεσης Χαραλάμπους κάτι που ήταν υποχρεωμένο να πράξει αφού η Χαραλάμπους συνιστά δεσμευτικό προηγούμενο. Κατά τη γνώμη μου το διοικητικό δικαστήριο, στην απουσία οποιασδήποτε άλλης επιχειρηματολογίας για παράδειγμα για εφαρμογή του δικαίου της ανάγκης, που ούτως ή άλλως δεν τέθηκε, έλαβε τη σωστή απόφαση.
Αναμένουμε τώρα με αγωνία και ιδιαίτερο ενδιαφέρον την κρίση του Ανώτατου Δικαστηρίου επί του ζητήματος αυτού που πέρα από οικονομικές επιπτώσεις έχει και τεράστιο νομικό ενδιαφέρον.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] http://www.cylaw.org/cgi-bin/open.pl?file=/administrative/2019/201903-611-12etc.htmlhttp://www.cylaw.org/cgi-bin/open.pl?file=/administrative/2019/201903-98-13etc.html
http://www.cylaw.org/cgi-bin/open.pl?file=/administrative/2019/201903-1713-11etc.html
[2] Βλέπε μελέτη Β. Μπουκουβάλα: «Οι έννομες συνέπειες της διάγνωσης της αντισυνταγματικότητας στο συγκεντρωτικό σύστημα ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων και το ζήτημα της μετάθεσης του χρόνου έναρξης του ανίσχυρου του αντισυνταγματικού νόμου». [3] Γεώργιος Χαραλάμπους κ.ά v. Δημοκρατίας, υποθέσεις αρ. 1480/2011 κ.ά., ημερομηνίας 11/6/2014. [4] Μαρία Κουτσελίνη – Ιωαννίδου κ.ά., υπόθεση αρ. 740/2011 κ.ά., ημερομηνίας 7/10/2014.