Μετά το διαζύγιο τι δικαιούμαι;
Μετά το διαζύγιο τι δικαιούμαι;
[Αυτό το άρθρο υπάρχει και σε Podcast στο LegaMatters.Online. ]Μετά το διαζύγιο τι δικαιούμαι;.
Ο διαμοιρασμός της περιουσίας του ζευγαριού είναι μια πτυχή του διαζυγίου που απασχολεί αρκετό κόσμο.
Σ’ αυτό το άρθρο θα εξετάσω συνοπτικά τις αρχές που ισχύουν.
Το θέμα των περιουσιακών διαφορών των συζύγων ρυθμίζεται από τον Περί Ρύθμισης των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμος (Ν.232/91), ο οποίος ψηφίστηκε το 1991.
Το άρθρο 14 του Νόμου και η αξίωση συμμετοχής σε περιουσία.
Το άρθρο 14 του Νόμου ρυθμίζει το θέμα της αξίωσης στην περιουσία.
Συγκεκριμένα, το εν λόγω άρθρο προνοεί ότι σε περίπτωση που ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί ή σε περίπτωση διάστασης των συζύγων και η περιουσία του ενός συζύγου έχει αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος εφόσον συνέβαλε με οποιοδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή δικαιούται να εγείρει αγωγή στο Δικαστήριο και να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από δική του συμβολή.
Ερμηνεύοντας τα πιο πάνω γίνεται αντιληπτό μεταξύ άλλων πως για να γεννηθεί αξίωση πρέπει:
- Να έχει εκδοθεί διαζύγιο ή να υπάρχει διάσταση ή ακύρωση του γάμου.
- Να υπάρχει αύξηση της περιουσίας του ενός συζύγου.
- Να υπάρχει συνεισφορά.
Πρέπει να αποδειχθεί συνεισφορά.
Η τρίτη προυπόθεση του άρθρου 14 είναι ότι ο σύζυγος που διεκδικεί μερίδιο στη περιουσία του άλλου συζύγου πρέπει να αποδείξει συνεισφορά. Μόνο τότε, θα δύναται να εγείρει αξίωση στο Δικαστήριο και να απαιτήσει να του καταβληθεί το μέρος της αύξησης για το οποίο ισχυρίζεται ότι έχει συμβάλει.
Σύμφωνα με το άρθρο 14(2) του Νόμου, η συνεισφορά του ενός συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο 1/3 της αύξησης εκτός αν αποδειχθεί μικρότερη ή μεγαλύτερη συνεισφορά.
Πρέπει να διασαφηνιστεί εδώ ότι εκείνο το οποίο ο ένας σύζυγος διεκδικεί εναντίον του άλλου δεν είναι η κοινή περιουσία αλλά η περιουσία που είναι εγγεγραμμένη στο όνομα του άλλου συζύγου που έχει αποκτηθεί από την ημερομηνία του γάμου μέχρι και την ημερομηνία της διάστασης και νοουμένου ότι υπήρξε αύξηση στην αξία της.
Συνεπώς αυτό το οποίο διεκδικεί ο ένας σύζυγος εναντίον του άλλου είναι χρηματική συνεισφορά στην αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου. Ως εκ τούτου, δεν διεκδικεί το περιουσιακό αντικείμενο ως τέτοιο, αλλά τη συνεισφορά στην αύξηση της αξίας της περιουσίας.
Για σκοπούς καλύτερης κατανόησης των ως άνω παραθέτω το κατωτέρω παράδειγμα:
Ένα ανδρόγυνο, κατά την ημερομηνία του γάμου τους, έχουν από κοινού περιουσία αξίας μηδέν. Δεν έχουν δηλαδή οποιαδήποτε περιουσιακά στοιχεία. Κατά τη διάρκεια του γάμου τους αγοράζουν ένα διαμέρισμα και το διαμέρισμα εγγράφεται στο όνομα του συζύγου. Η αξία του διαμερίσματος αυτού, κατά τον χρόνο αγοράς ανερχόνταν στο ποσό των €100,000, ενώ κατά τον χρόνο της λύσης του γάμου η αξία του υπολογίζεται στο ποσό των €150,000. Υποθέτουμε, επιπλέον ότι, ο σύζυγος έχει συνάψει στο όνομα του και ένα δάνειο για την αγορά του εν λόγω διαμερίσματος αξίας €100,000, το οποίο όμως αποπληρώνουν, δηλαδή συνεισφέρουν και οι δύο σύζυγοι στις δόσεις του δανείου αυτού. Το ερώτημα που τίθεται στο σενάριο αυτό είναι πως θα υπολογισθεί αν η σύζυγος δύναται να διεκδικήσει οποιαδήποτε αξίωσης πάνω στην περιουσία του συζύγου.
Στο σενάριο αυτό, έχουμε ως δεδομένο ότι το περιουσιακό στοιχείο είναι εγγεγραμμένο στο όνομα του συζύγου. Το ερώτημα το οποίο πρέπει να μας απασχολήσει είναι αν υπήρξε αύξηση στην αξία της περιουσίας του συζύγου. Υπενθυμίζουμε ότι, κατά τον χρόνο του γάμου τους η περιουσία και των δύο ήταν αξίας μηδέν, ενώ κατά το χρόνο λύσης του γάμου τους η αξία της περιουσίας ανερχόταν στο ποσό ύψους €150,000. Συνεπώς υπάρχει αύξηση αξίας €150,000.
Ωστόσο, ο σύζυγος όταν παντρεύτηκε είχε περιουσία αξίας μηδέν και όταν χωρίζει η αξία της περιουσίας του είναι €150,000. Άρα υπήρξε μία αύξηση. Από αυτό το ποσό πρέπει να αφαιρέσουμε οποιαδήποτε χρέη, δηλαδή το δάνειο αξίας €50,000, ένεκα του ότι οι σύζυγοι συνείσφεραν εξ’ ημισείας. Ως εκ τούτου, το χρέος αυτό θα αφαιρεθεί από το σύνολο της περιουσίας. Συνεπώς σε αυτό το απλό παράδειγμα που έχω παραθέσει, η καθαρή αύξηση είναι €100,000.
Το κύριο ερώτημα σε αυτή την περίπτωση είναι: Ποια ήταν η συνεισφορά της συζύγου στο να αυξηθεί η περιουσία του συζύγου της κατά €100,000;
Με αυτό το παράδειγμα ξεκαθαρίζουμε ότι εκείνο το οποίο διεκδικεί ο σύζυγος από τον άλλο σύζυγο είναι συνεισφορά στην αύξηση της αξίας της περιουσίας.
Ποια η έννοια του όρου «περιουσία»
Βάσει του άρθρου 2 του Νόμου «περιουσία» σημαίνει:
«κινητή και ακίνητη ιδιοκτησία η οποία αποκτήθηκε πριν από το γάμο με την προοπτική του γάμου ή οποτεδήποτε μετά τη σύναψη του γάμου από οποιονδήποτε από τους συζύγους».
Ως εκ τούτου, στην περιουσία περιλαμβάνεται:
1. κινητή περιουσία: αυτοκίνητα, μετοχές, μετρητά
2. ακίνητη ιδιοκτησία, η οποία αποκτήθηκε πριν από το γάμο με την προοπτική του γάμου.
Σημειώνω ότι η φράση «πριν από το γάμο με την προοπτική του γάμου» δεν υπήρχε στον αρχικό Νόμο και προστέθηκε στη συνέχεια ακριβώς για να περιλαμβάνει και περιουσία που ένα ζευγάρι απόκτησε μετά τον αρραβώνα ή μετά που δόθηκε αμοιβαία υπόσχεση γάμου και υπήρχε η προοπτική του γάμου και βεβαίως λαμβάνεται υπόψη ως περιουσία οποιαδήποτε περιουσία μετά τη σύναψη του γάμου από οποιονδήποτε από τους συζύγους.
Ο όρος «αύξηση» της περιουσίας.
Σε διαδικασίες ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου η αύξηση της περιουσίας είναι από τα βασικότερα πράγματα που πρέπει να αποδειχθούν ενώπιον του Δικαστηρίου για να υπάρχει επιτυχής αξίωση.
Όταν αναφερόμαστε στον όρο αύξηση, σημαντικό είναι να συνυπολογιστούν και οι υποχρεώσεις του συζύγου με βάση τα συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία.
Παραθέτω και πάλι ένα παράδειγμα:
Εάν ο ένας σύζυγος έχει μία περιουσία, της οποίας η αξία της ανέρχεται στο ποσό των €1,000,000, αλλά ταυτόχρονα έχει χρέος το οποίο ανέρχεται στο ποσό των €1,200,000, τότε δεν υπάρχει οποιαδήποτε αύξηση στην αξία της περιουσίας. Αντιθέτως παρατηρείται μείωση στην εν λόγω περιουσία και συνεπώς δεν μπορείς να έχει οποιαδήποτε απαίτηση.
Σημειώνω ότι υπάρχουν δυσκολίες απόδειξης της αύξησης ενώπιου του Δικαστηρίου ένεκα της δυσκολίας ερμηνείας του ιδίου του Νόμου, αναφορικά με το πως υπολογίζουμε την αξία της περιουσίας.
Για παράδειγμα:
Εάν μετά το γάμο ο σύζυγος ή η σύζυγος έχουν συστήσει μία οικογενειακή εταιρεία και θα πρέπει να υπολογιστεί η αξία της εταιρείας αυτής κατά το χρόνο της διάστασης ή κατά το χρόνο έκδοσης διαζυγίου, τότε αυτό μπορεί να σημαίνει ότι θα πρέπει να προσληφθούν λογιστές ή άλλοι εμπειρογνώμονες που να δύνανται με τη βοήθεια των οικονομικών καταστάσεων της εταιρείας ή με εκτιμήσεις που θα πραγματοποιηθούν επί της ακίνητης περιουσίας της εταιρείας, να καθορίσουν αυτοί, τη συνολική αξία αυτής της περιουσίας.
Ένεκα των ως άνω, καθίσταται αντιληπτό ότι όπου υπάρχουν οικογενειακές εταιρείες που συστάθηκαν μετά το γάμο ή ακίνητα, και ταυτόχρονα υπάρχει και δανεισμός ή χρέη, μπορεί να είναι δύσκολο ή εν πάση περιπτώσει να είναι πολύπλοκο να αποδειχθεί στο Δικαστήριο η αξία ενός ή περισσότερων περιουσιακών στοιχείων.
Επίσης στην περίπτωση των εταιρειών είναι πολύ εύκολο ή σχετικά εύκολο για τον σύζυγο εναντίον του οποίου απαιτούμε να παρουσιάσει την αξία της εταιρείας με τέτοιο τρόπο που να φαίνεται ότι έχει αρνητική αξία και όχι θετική.
Η δυνατότητα αποκάλυψης των περιουσιακών στοιχείων του άλλου συζύγου.
Ο Νόμος παρέχει ένα σημαντικό εργαλείο και συγκεκριμένα τη δυνατότητα αποκάλυψης των περιουσιακών στοιχείων των συζύγων. Αυτό έγινε για τις περιπτώσεις που ένας εκ των συζύγων δεν αποκαλύπτει όλα τα περιουσιακά του στοιχεία ή έχει καταθέσει χρήματα στο εξωτερικό ή κατέχει κρυφούς λογαριασμούς κλπ.
Οι σύζυγοι επομένως και ο σύζυγος ο οποίος απαιτεί εναντίον του άλλου μπορεί με συγκεκριμένη διαδικασία που προνοείται στο Νόμο να ζητήσει από το Δικαστήριο διάταγμα με βάση το οποίο ο άλλος διάδικος θα υποχρεούται μέσα σε 15 μέρες από την έκδοση του Διατάγματος να καταχωρήσει ενόρκως στο Δικαστήριο με πολύ συγκεκριμένο τρόπο όλη την περιουσία για την οποία είχε έμμεσο ή άμεσο συμφέρον κατά την ημερομηνία διακοπής της συμβίωσης ή οποιαδήποτε άλλη ημερομηνία που το Δικαστήριο θα καθορίσει στο συγκεκριμένο Διάταγμα.
Από τη στιγμή που θα εκδοθεί τέτοιο Διάταγμα για ένορκη αποκάλυψη των περιουσιακών στοιχείων αυτός ο οποίος θα δώσει παραπλανητικά στοιχεία, ψεύτικα ή θα δώσει ελλιπείς πληροφορίες, τότε υπάρχει πιθανότητα να βρεθεί αντιμέτωπος με διαδικασία καταφρόνησης Δικαστηρίου.
Ουσιαστικά το εργαλείο αυτό, δηλαδή το Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο διατάζει τον ένα σύζυγο ή και τους δύο να προβούν σε μία πλήρη αποκάλυψη των περιουσιακών του στοιχείων είναι πολύ σημαντικό, ειδικά στις περιπτώσεις όπου ο άλλος σύζυγος δεν γνωρίζει καθόλου για τα περιουσιακά στοιχεία του ζευγαριού μετά το γάμο.
Ως εκ τούτου, η αίτηση αποκάλυψης περιουσιακών στοιχείων παρέχει ένα σημαντικό εργαλείο στην άλλη πλευρά για σκοπούς ισότητας και ισονομίας για να αποκαλύψει στην αδύνατη πλευρά τα περιουσιακά στοιχεία ένας σύζυγος.
Ποιος ειναι ο χρόνος υπολογισμού της αύξησης της αξίας της περιουσίας.
Ο χρόνος για να καθοριστεί η αύξηση στην αξία της περιουσίας ξεκινά να μετρά συνήθως από την ημερομηνία του γάμου εκτός αν αποκτήθηκε και περιουσία πριν με την προοπτική του γάμου και καταλήγουμε μέχρι το χρόνο της διάστασης ή της έκδοσης του διαζυγίου.
Ένα άλλο θέμα που έχει σχέση με αυτά τα χρονικά πλαίσια είναι το εξής:
Υπάρχει περίπτωση, κατά το χρόνο της διάστασης ή κατά το χρόνο του διαζυγίου οι οικονομικές συνθήκες να είναι τέτοιες, που ενώ ένα ζευγάρι να είχε περιουσία ή να έχει περιουσία, αυτή κατά τους ουσιώδης χρόνους, δηλαδή κατά τη διάλυση του γάμου, να μην έχει οποιαδήποτε αξία ή να έχει μηδαμινή αξία με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αποδειχθεί αύξηση.
Συγκεκριμένα, κατά την διάρκεια της οικονομικής κρίσης στην Κύπρο μεταξύ των ετών 2010 – 2013 (αμφότερων συμπεριλαμβανομένων) και ίσως κάποια χρόνια μετά τη περίοδο αυτή , όπου υπήρξε η γνωστή οικονομική κρίση και η μείωση στην τιμή των ακινήτων, υπήρχαν περιπτώσεις όπου το περιουσιακό του στοιχείο ενός ζευγαριού ήταν η συζυγική τους εστία, την οποίο έκτισαν ή αγόρασαν μετά το γάμο και η οποία ήταν εγγεγραμμένη στο όνομα ενός εκ των συζύγων. Ταυτόχρονα όμως υπήρχε και δανεισμός ή χρέος. Ένεκα της μείωσης των τιμών, καθώς επίσης και της μείωσης των τιμών των ακινήτων, τα δάνεια και οι υποχρεώσεις υπερκάλυπταν την αξία του ακινήτου. Περαιτέρω, οι υποχρεώσεις και το χρέος ήταν πολύ περισσότερο, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αποδειχθεί οποιαδήποτε αύξηση στην περιουσία του άλλου συζύγου.
Για παράδειγμα ας πάρουμε ένα ζευγάρι το οποίο είχε προχωρήσει σε αγορά μίας οικίας, για το ποσό των €200,000, και είχαν συνάψει δάνειο το οποίο ανερχόταν στο ποσό των €150,000. Αν κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης η αξία της οικίας είχε μειωθεί στις €150,000 ή κάτω από €150,000, με αποτέλεσμα το δάνειο να υπερκαλύπτει την αξία της οικίας, τότε θα ήταν αδύνατο να αποδειχθεί αύξηση στην αξία της περιουσίας και κατ’ επέκταση θα ήταν αδύνατο να υπάρξει οποιαδήποτε αξίωση από τον ένα σύζυγο εναντίον του άλλου.
Συμπερασματικά ο χρόνος που μπορούν να διεκδικηθούν οι αξιώσεις εναντίον του άλλου συζύγου, είναι καίριας σημασίας, ομοίως και το συγκεκριμένο οικονομικό περιβάλλον.
Τι σημαίνει ο όρος «συνεισφορά».
Για να δύναται ο ένας σύζυγος δύναται να εγείρει αξίωση στο Δικαστήριο και να απαιτήσει να του καταβληθεί το μέρος της αύξησης πρέπει να αποδείξει ότι υπήρξε συνεισφορά από πλευράς του.
Το άρθρο 2 του Νόμου ορίζει τη «συνεισφορά» ως:
«την οποιασδήποτε μορφής συνεισφοράς του συζύγου στην απόκτηση ή στη δημιουργία περιουσίας και περιλαμβάνει τη φροντίδα της οικογενειακής εστίας και των μελών της οικογένειας».
Με αυτή τη πρόνοια ο νομοθέτης περιλαμβάνει και τη συνεισφορά μιας συζύγου, η οποία για παράδειγμα δεν εργάζεται αλλά παραμένει στη συζυγική εστία, με σκοπό τη φροντίδα των παιδιών και της συζυγικής εστίας, είναι δηλαδή οικοκυρά. Κατ’ επέκταση αυτή η ιδιότητα θεωρείται ως συνεισφορά με βάση τον Νόμο.
Συνεπώς, η συνεισφορά δεν είναι απαραίτητο να είναι οικονομική, αλλά μπορεί η συνεισφορά να είναι σε είδος.
Παραδείγματα συνεισφοράς είναι:
1. Προσωπική εργασία. Αν η εργασία ενός συζύγου είναι οικοδόμος ή υδραυλικός και συνεισφέρει στο κτίσιμο της οικίας με προσωπική εργασία ή αν εγκαθιστά θερμάνσεις και εγκατέστησε τη κεντρική θέρμανση στο σπίτι ή
2. αν ο ένας σύζυγος έχει περιουσία και αυτή η περιουσία έχει παραχωρηθεί ως εξασφάλιση π.χ. υποθήκη με σκοπό να αγοράσει ο άλλος σύζυγος ένα περιουσιακό στοιχείο ή
3. αν ο σύζυγος είναι πολιτικός ή επιχειρηματίας και η σύζυγος είναι οικοκυρά και συχνά διοργανώνουν κοινωνικές εκδηλώσεις και επαγγελματικά δείπνα στο σπίτι τους, ένεκα της ιδιότητας του συζύγου, για τις οποίες φροντίζει η σύζυγος ή
4. Η προσφυγική χορηγία που δίδεται από την υπηρεσία μέριμνας.
Κατ’ επέκταση η συνεισφορά είναι ένας όρος που μπορεί να περιλαμβάνει οποιαδήποτε συνεισφορά του συζύγου και δεν περιορίζεται αυστηρά σε οικονομικής μορφής συνεισφορά.
Το μαχητό τεκμήριου του 1/3
Σύμφωνα με το άρθρο 14 (2):
«η συνεισφορά του ενός συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο 1/3 της αύξησης εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη η μικρότερη συνεισφορά».
Αυτή η πρόνοια επιστρατεύται όταν δεν υπάρχει επαρκής μαρτυρία για να προσδιοριστεί ποια είναι η έκταση της συνεισφοράς, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση μίας οικοκυράς, ως έχουμε περιγράψει ανωτέρω, όπου είναι πολύ δύσκολο να καθοριστεί η συνεισφορά της. Ο Νόμος επιλύει το θέμα δημιουργώντας ένα τεκμήριο. Άρα ο νομοθέτης θεωρεί ότι από τη στιγμή που υπήρχε κάποια συνεισφορά όπως την έχω περιγράψει ανωτέρω τότε στην απουσία άλλης μαρτυρίας αυτή η συνεισφορά είναι κατά το 1/3. Συνεπώς, στην αύξηση της αξίας της περιουσίας ο σύζυγος δικαιούται να λάβει το 1/3 αυτής της αύξησης της αξίας από τον άλλο σύζυγο.
Δωρεές από γονείς.
Οι δωρεές που γίνονται από τους γονείς ή από οποιοδήποτε από τα αδέρφια, δεν λαμβάνονται υπόψη στον υπολογισμό της περιουσίας.
Παραθέτω το πιο κάτω παράδειγμα για σκοπούς επεξήγησης:
Κατά τον ουσιώδη χρόνο που το ζευγάρι παντρεύεται, ανεγείρει μία οικία σε οικόπεδο το οποίο έδωσε ως δωρεά, ο πατέρας στην κόρη του. Σε περίπτωση που θα υπάρξει οποιαδήποτε αξίωση από τον σύζυγο η αξία του οικοπέδου κατά το χρόνο που δόθηκε πρέπει να αφαιρεθεί και δεν θα ληφθεί υπόψη ως αύξηση στην αξία της περιουσίας, δηλαδή στην αξία του σπιτιού.
Το ως άνω εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις των δωρεών.
Παραγραφή της αξίωσης.
Το δικαίωμα έγερσης αξίωσης στο Δικαστήριο, με σκοπό ο ένας σύζυγος να απαιτήσει να του καταβληθεί το μέρος της αύξησης για το οποίο ισχυρίζεται ότι έχει συμβάλει, μπορεί να υποβληθεί εντός 3 ετών από την ημέρα που γεννήθηκε η αξίωση. Αν δεν πράξει, τότε το δικαίωμα αξίωσης βάσει αυτού του Νόμου παραγράφεται και δεν έχει δικαίωμα για οποιαδήποτε διεκδίκηση.
Περαιτέρω, αν ένας εκ των συζύγων υποβάλει αίτηση τότε, ταυτόχρονα ο άλλος σύζυγος μπορεί στα πλαίσια της διαδικασίας να υποβάλει ανταπαίτηση για τη δική του συνεισφορά ανεξάρτητα εάν αυτή η ανταπαίτηση υποβάλλεται μετά την πάροδο της προθεσμίας των 3 ετών. Αυτό ήταν μια ρύθμιση που έγινε πάλι με τροποποίηση του Νόμου ούτως ώστε αν η ανταπαίτηση καταχωρηθεί μετά τα 3 χρόνια να μη θεωρείται ότι παραγράφεται.
Το σημαντικότερο είναι να γνωρίζουμε ότι υπάρχει περίοδος παραγραφής και τέτοια αξίωση πρέπει να υποβληθεί εντός 3 ετών.
Συμπέρασμα.
Το θέμα της ρύθμισης των περιουσιακών στοιχείων είναι ένα πολύπλοκο θέμα που απασχολεί σε πάρα πολλές υποθέσεις τα οικογενειακά Δικαστήρια.
Για περισσότερες πληροφοφίες μπορείτε να στείλετε email στο office@lawyer.com.cy
Για περισσότερα άρθρα Οικογενειακού Δικαίου πατήστε εδώ:
Για να ακούσετε αυτό το άρθρο σε Podcast πιέστε το link πιο κάτω.