Μπορεί να προσφύγει ο Γενικός Ελεγκτής στο Ανώτατο Δικαστήριο;
Μπορεί να προσφύγει ο Γενικός Ελεγκτής στο Ανώτατο Δικαστήριο;
Αναφορικά με την εισήγηση που προβάλλεται από τον Πρόεδρο του ΔΗΣΥ κ. Αβέρωφ Νεοφύτου (και τον συνάδελφο Κρις Τριανταφυλλίδη) με βάση την οποία οφείλει ο Γενικός Ελεγκτής να προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο (ΑΔ) δυνάμει του άρθρου 139 του Συντάγματος για να επιλύσει το ΑΔ το ζήτημα της σύγκρουσης αρμοδιοτήτων η εξουσιών μεταξύ του γενικού ελεγκτή και του γενικού εισαγγελέα αναφέρω τα εξής:
Θεωρώ ότι κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν καθότι στη συγκεκριμένη περίπτωση έχει παρέλθει κατά πολύ η προθεσμία που προνοεί το ίδιο το Σύνταγμα, προθεσμία η οποία δεν δύναται να παραταθεί.
Το άρθρο 139(4) του Συντάγματος προνοεί ότι:
» 4. H προσφυγή ασκείται εντός τριάκοντα ημερών, αφ’ ης η εν λόγω εξουσία ή αρμοδιότης αμφισβητείται.»
H Ολομέλεια του ΑΔ έχει σε πρόσφατη απόφαση της κρίνει ότι η προθεσμία των 30 ημερών που προνοείται από το άρθρο 139 του Συντάγματος είναι αυστηρή και ανατρεπτική.
Αναφέρομαι στην απόφαση της Ολομέλειας με αριθμό 1695 /2015 στην Αναφορά του Προέδρου της Δημοκρατίας που αφορούσε το ωράριο καταστημάτων.
Το ΑΔ αναφέρει στην απόφασή του, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
» Η προθεσμία, όπως και στην περίπτωση του Άρθρου 146.3 του Συντάγματος, σε σχέση με διοικητικές προσφυγές, τίθεται αυστηρά ως ζήτημα δημόσιας τάξης. Δεν είναι διαδικαστικό ή τυπικό θέμα, αλλά ουσιαστικό και ιδιαίτερης συνταγματικής διάστασης. Εν προκειμένω, μάλιστα, εφόσον εγείρονται, κατ΄ εξοχήν, ζητήματα πολιτειακής τάξης, είναι πρόδηλη η σημασία της έγκαιρης επίλυσης τους, όπως προκύπτει και από τη συντομότερη προθεσμία που προβλέπεται στο Άρθρο 139, καθότι η σύγκρουση ή αμφισβήτηση εξουσιών μεταξύ Αρχών και Οργάνων της Δημοκρατίας, δεν είναι θέμα το οποίο μπορεί να αναμένει επ΄ αόριστον, για να εγερθεί. Αντίθετα θα πρέπει να εγείρεται και να αποφασίζεται, προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος, το συντομότερο δυνατό, εξ ου και η προθεσμία των 30 ημερών για την καταχώριση της προσφυγής.
Το ζήτημα της προθεσμίας του Άρθρου 139 εξετάστηκε στην υπόθεση Υπουργικό Συμβούλιο ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1986) 3 CLR, 1176, ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το Υπουργικό Συμβούλιο καταχώρησε την προσφυγή εκείνη δυνάμει του Άρθρου 139 του Συντάγματος και το ερώτημα που ανεφύη κατά τη διαδικασία ήταν το πότε προέκυψε, αν προέκυψε στην περίπτωση εκείνη, σύγκρουση ή αμφισβήτηση εξουσίας ή αρμοδιότητας μεταξύ της Βουλής των Αντιπροσώπων και του Υπουργικού Συμβουλίου. Αποφασίστηκε ομόφωνα ότι, ακόμα και αν μπορούσε να λεχθεί πως προέκυψε τέτοια σύγκρουση ή αμφισβήτηση, αυτό συνέβηκε όταν δημοσιεύθηκε, στην Επίσημη Εφημερίδα, ο περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (Τροποποιητικός) Νόμος 68/1985, ο οποίος τροποποίησε το άρθρο 19 του περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου Νόμου, Κεφ. 300Α, έτσι ώστε να προβλέπει ότι το Υπουργικό Συμβούλιο εκδίδει Κανονισμούς, τους οποίους η Βουλή μπορεί να τροποποιήσει ή να ακυρώσει. Οπότε η προσφυγή κρίθηκε ως εκπρόθεσμη, αφού δεν καταχωρήθηκε μέσα στην προθεσμία των 30 ημερών που προβλέπει το Άρθρο 139.4 του Συντάγματος και το Ανώτατο Δικαστήριο κατέληξε τονίζοντας ότι η προσφυγή «πρέπει να απορριφθεί ως εκπρόθεσμη και συνεπώς δεν είναι δυνατό για το Ανώτατο Δικαστήριο να αποφανθεί για το επίδικο θέμα».»
Στη συγκεκριμένη περίπτωση η διαφωνία, αν θεωρηθεί τέτοια, μεταξύ γενικού εισαγγελέα και γενικού ελεγκτή προέκυψε στις αρχές Σεπτεμβρίου όταν ο γενικός εισαγγελέας γνωμάτευσε στο υπουργείο εσωτερικών να μη δοθούν στον γενικό ελεγκτή οι φακέλλοι των πολιτογραφήσεων.
Συνεπώς, η προθεσμία έχει παρέλθει προ πολλού και δεν δύναται ούτε ο γενικός ελεγκτής αλλά ούτε ο γενικός εισαγγελέας να προσφύγουν στο ΑΔ για αυτό το ζήτημα.
Συνακόλουθα η εισήγηση του κυρίου Αβέρωφ Νεοφύτου δεν επιλύει το ζήτημα.