Τι να αναμένουμε από την επιτροπή πολιτογραφήσεων; Μια πρώτη εκτίμηση.
Τι να αναμένουμε από την επιτροπή πολιτογραφήσεων; Μια πρώτη εκτίμηση.
Έχουμε εναποθέσει τεράστιες προσδοκίες στο πόρισμα που εκδώσει η Ερευνητική Επιτροπή για τις Πολιτογραφήσεις (ΕΕΠ). Πολλοί συμπολίτες μας αναμένουν ότι η ΕΕΠ θα λειτουργήσει ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ και θα φέρει τη κάθαρση. Είναι όμως έτσι;
Νομίζω πως όχι.
Η αποστολή της ΕΕΠ είναι συγκεκριμένη και οριοθετείται από τους όρους εντολής που έχει καθορίσει ο γενικός εισαγγελέας στο διάταγμα διορισμού της. (ΚΔΠ 406/2020)
Στο άρθρο 4 του Διατάγματος αναφέρονται τα εξής:
«4. – (1) Η Ερευνητική Επιτροπή εντέλλεται όπως διερευνήσει, σε σχέση με τις κατ” εξαίρεση πολιτογραφήσεις αλλοδαπών επιχειρηματιών και επενδυτών και το Κυπριακό Επενδυτικό Πρόγραμμα, από το 2007 μέχρι και την 17.8.2020, ημερομηνία δημοσίευσης του νέου νομοθετικού πλαισίου:
(α) Κατά πόσον εφαρμόστηκαν ορθά όλες οι εν ισχύ κατά το χρόνο υπoβολής και/ή εξέτασης των αιτήσεων νομοθεσίες, αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου και όλα τα ισχύοντα κατά το χρόνο υποβολής και/ή εξέτασης των αιτήσεων, κριτήρια, διαδικασίες, όροι και προϋποθέσεις, περιλαμβανομένων και των οικονομικών κριτηρίων που θα έπρεπε να ικανοποιούνται.
(β) κατά πόσον από τα ευρήματα της έρευνας που καθορίζεται στην παράγραφο (α), κατά την κρίση της Επιτροπής, προκύπτουν οποιαδήποτε στοιχεία ή γεγονότα:
(ί) τα οποία δυνατό να καταλογίζουν ευθύνες σε οποιοδήποτε εμπλεκόμενο, οι οποίες προκύπτουν από πράξεις ή παραλείψεις του κατά την άσκηση των καθηκόντων του, και
(ii) που δικαιολογούν την πιθανή έναρξη της διαδικασίας εξέτασης αποστέρησης της κυπριακής υπηκοότητας με βάση την ισχύουσα νομοθεσία.»
Για σκοπούς σύγκρισης των όρων εντολής παραπέμπω στους όρους εντολής της Επιτροπής Αρέστη για τον Συνεργατισμό (ΚΔΠ 201/2018). Από απλή ανάγνωση διαπιστώνουμε ότι η Επιτροπή Αρέστη είχε διαφορετική αποστολή και ρόλο που περιελάμβανε και το να ελέγξει κατά πόσο οι εφαρμοζόμενες διαδικασίες, πρακτικές και εποπτεία ήταν στη βάση γενικά αποδεκτών αρχών ορθής εταιρικής διακυβέρνησης ή κατά πόσο ασκήθηκε αποτελεσματική εποπτεία.
Παραθέτω ενδεικτικά τις παραγράφους (γ), (δ) και (ε) των όρων εντολής.
«(γ) τις ρυθμίσεις και διαδικασίες, με βάση τις οποίες επιλέγονταν και διορίζονταν τα μέλη της διοίκησης των συνεργατικών πιστωτικών ιδρυμάτων, καθώς και τη σύσταση και τον τρόπο λειτουργίας της διοίκησης σε σχέση με γενικά αποδεκτές αρχές ορθής εταιρικής διακυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένης της εξέτασης των οργανωτικών δομών και των αρμοδιοτήτων και εξουσιών των μελών των βασικών οργάνων διοίκησης των συνεργατικών πιστωτικών ιδρυμάτων,
(δ) κατά πόσον ασκήθηκε αποτελεσματική εποπτεία, στα πλαίσια της οποίας δόθηκαν και ακολουθήθηκαν επαρκείς οδηγίες των κατά καιρούς εποπτικών αρχών για τον ορθό τρόπο διοίκησης και λειτουργίας των συνεργατικών πιστωτικών ιδρυμάτων, σε σχέση με την ανάγκη για διαμόρφωση κατάλληλων πολιτικών και για τον αποτελεσματικό εντοπισμό, διαχείριση και αναφορά όλων των κινδύνων, στους οποίους δυνατό να εκτίθετο το συνεργατικό πιστωτικό σύστημα, καθώς και τους λόγους, για τους οποίου το συνεργατικό πιστωτικό σύστημα παρέμεινε εκτός της εποπτείας της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου για οποιοδήποτε διάστημα,
(ε) κατά πόσον υπήρχαν και τηρήθηκαν αποτελεσματικοί μηχανισμοί εσωτερικού ελέγχου των συνεργατικών πιστωτικών ιδρυμάτων και συγκεκριμένα της εσωτερική επιθεώρησης, διαχείρισης κινδύνων και κανονιστικής συμμόρφωσης,»
Βλέπουμε επομένως ότι οι όροι εντολής της ΕΕΠ είναι πολύ περιορισμένοι και δεν έχει οποιαδήποτε εξουσία η αρμοδιότητα να κρίνει τη σοφία των νόμων, κανονισμών ή όρων στη βάση των οποίων γίνονταν οι πολιτογραφήσεις αλλά μόνο να κρίνει κατά πόσο οι πολιτογραφήσεις δόθηκαν με βάση τους ισχύοντες νόμους ή πρακτική.
Επίσης η ΕΕΠ δεν έχει αρμοδιότητα να εξετάσει κατά πόσο με βάση διεθνείς πρακτικές είχαμε θέσει ως κράτος τις αναμενόμενες ασφαλιστικές δικλείδες ελέγχου των αιτητών ή και ακόμα εάν ήταν θεμιτό να εμπορευματοποιηθεί, με το τρόπο που έγινε, η Κυπριακή υπηκοότητα.
Είναι για αυτό το λόγο που οι ερωτήσεις των μελών της Επιτροπής προς τους μάρτυρες, με βάση τα όσα δημοσιοποιήθηκαν μέχρι στιγμής, έχουν ως κύρια επιδίωξη:
(α) να καταγράψουν την πρακτική και διαδικασίες που υπήρχαν κατά την υπό εξέταση περίοδο και
(β) να δουν εάν υπήρχε οποιαδήποτε παρέκκλιση.
Σε κάθε περίπτωση, από μελέτη των καταθέσεων που δημοσιοποιήθηκαν, προκύπτουν – σε πρώτη φάση – κάποια αναμφισβήτητα δεδομένα ως εξής:
[ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΙΣ ΚΑΤΑΘΕΣΕΙΣ ΜΑΥΡΟΥ, ΧΑΣΙΚΟΥ, ΝΟΥΡΗ ΕΔΩ]
- Από το 2007- 2013 δεν υπήρχε σαφές νομοθετικό υπόβαθρο ούτε κανονισμοί.
- Από το 2008-2013 η επένδυση ήταν €15 εκ και στη συνέχεια μειώθηκε στα €5εκ και μετά στα €2.
- Το 2013 τροποποιήθηκε ο Νόμος αλλά δεν έγιναν Κανονισμοί. Η διαδικασία καθορίζετο με όρους που αποφάσιζε το Υπουργικό Συμβούλιο. Κανονισμοί ψηφίστηκαν το 2020.
- Δεν υπήρχε ειδική υπηρεσία με τεχνοκράτες στο Υπουργείο Εσωτερικών εξέτασης των αιτήσεων αλλά μία υπάλληλος η οποία στην πορεία πλαισιώθηκε από δύο βοηθούς.
- Δεν γίνονταν due dilligence μέχρι το 2019. Το 2020 προσλήθηκαν διεθνείς εταιρείες για να κάνουν αυτή τη δουλειά.
- Υπήρχαν παραστάσεις από Ευρωπαική Ένωση αλλά γινόνταν επίκληση του Μνημονίου εκ πλευράς μας ως δικαιολογία.
- Υπήρχαν παρεμβάσεις προς τους Υπουργούς από developers, δικηγόρους και λογιστές.
- Τα οικονομικά κριτήρια του προγράμματος τα καθόριζε το Υπουργείο Οικονομικών.
Τα πιο πάνω συζητήσαμε σήμερα (25/01/2021) στην εκπομπή της Κάτιας Σάββα, Alpha Ενημέρωση στον Alpha.
To video πιο κάτω:
Ρεπορτάζ του Alphanews για το θέμα εδώ