Τα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης και η υπόθεση της Άντρης Ελευθερίου.
Τα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης και η υπόθεση της Άντρης Ελευθερίου.
Δημοσιεύθηκε στο τύπο χθες, ότι ο ΓΕ αποφάσισε να μην προχωρήσει σε ποινική δίωξη για την γνωστή καταγγελία της πρωταθλήτριας μας στη σκοποβολή Άντρης Ελευθερίου, για σεξουαλική κακοποίηση, αφού – όπως προέκυψε- δεν στοιχειοθετείται επαρκώς.
Στο άκουσμα της απόφασης υπήρξε αντίδραση από πολλούς συμπολίτες μας. Η τεράστια πλειοψηφία αισθανθήκαμε απογοήτευση διότι όλοι αναμέναμε ότι θα προχωρούσε η δίωξη για ένα τόσο σημαντικό θέμα που αφορά τη προστασία των θυμάτων σεξουαλικής βίας – που κατά κανόνα είναι γυναίκες.
Προσωπικά θεωρούσα πολύ σημαντικό να προωθηθούν τέτοιες υποθέσεις στα Δικαστήρια περισσότερο για να δοθούν τα σωστά μηνύματα προς όλες τις κατευθύνσεις και να λειτουργήσει αυτή η υπόθεση αποτρεπτικά. Για αυτό το λόγο έψαξα περαιτέρω θέμα και γράφω αυτές τις γραμμές για να φωτίσω, σε κάποιο βαθμό, τους λόγους της απόφασης της ΓΕ.
Κατ’ αρχήν, ας ξεκαθαρίσουμε κάτι. Όπως είναι γνωστό, κάθε υπόθεση κρίνεται με βάση τα γεγονότα, τη μαρτυρία και το τι προνοεί ο Νόμος. Όσο σημαντικό είναι να διώκονται και να καταδικάζονται οι θύτες, άλλο τόσο σημαντικό είναι να μην καταχωρούνται υποθέσεις στα Δικαστήρια χωρίς να υπάρχει το αναγκαίο μαρτυρικό υπόβαθρο και στο τέλος να χάνονται ή ακόμα και να διασύρονται πρόσωπα.
Στα γεγονότα λοιπόν.
Το αδίκημα το οποίο διερευνάτο με βάση τη καταγγελία ήταν αυτό της άσεμνης επίθεσης.
Αφορούσε δύο περιστατικά που έγιναν εκτός Κύπρου. Το ένα έγινε το 2006 και το άλλο το 2008 στα πλαίσια αποστολής της Ολυμπιακής ομάδας σκοποβολής.
Τα εμπλεκόμενα πρόσωπα ήταν δύο και ήταν τα ίδια και στις δύο περιπτώσεις.
Ο φερόμενος θύτης, ήταν αξιωματούχος της Κυπριακής Ολυμπιακής Επιτροπής η οποία υπάγεται στην Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή.
Το αδίκημα της άσεμνης επίθεσης προνοείται στο άρθρο 151 του Ποινικού Κώδικα (ΠΚ).
Κατά τον ουσιώδη χρόνο – διότι αυτό έχει σημασία- το συγκεκριμένο αδίκημα ήταν πλημμέλημα τιμωρούμενο με ποινή φυλάκισης μέχρι δύο χρόνια ( Βλ. άρθρο 35 του ΠΚ.)
Στην συνέχεια, το 2009, το αδίκημα αυτό μετατράπηκε σε κακούργημα με την τροποποίηση που επέφερε ο Νόμος 64(I)/2009 με την ποινή φυλάκισης να αυξάνεται μέχρι και τα 5 χρόνια.
Είναι κομβικής σημασίας το γεγονός ότι τα φερόμενα αδικήματα έγιναν εκτός Κύπρου. Αυτό διότι η δίωξη κατά προσώπων που διέπραξαν αδικήματα εκτός Κύπρου μπορεί να γίνει υπό ορισμένες προϋποθέσεις που προδιαγράφονται στο άρθρο 5 του ΠΚ. (Υπάρχουν και κάποιες άλλες ειδικές περιπτώσεις όμως αυτό δεν μας αφορά εδώ.)
Ο ΠΚ λοιπόν, για σκοπούς αυτής της συζήτησης, έχει εφαρμογή όπου ένα αδίκημα έγινε:
(α) σε οποιαδήποτε ξένη χώρα από πολίτη της Δημοκρατίας ενόσω αυτός είναι στην υπηρεσία της Δημοκρατίας, (άρθρο 5(1)(γ)), ή
(β) σε οποιαδήποτε ξένη χώρα από πολίτη της Δημοκρατίας, αν το αδίκημα τιμωρείται στη Δημοκρατία με φυλάκιση που υπερβαίνει τα δύο χρόνια και η πράξη ή η παράλειψη που συνιστά το αδίκημα, είναι επίσης αξιόποινη πράξη σύμφωνα με το νόμο της χώρας όπου αυτό διαπράχτηκε. (άρθρο 5(1)(γ)).
Στην πρώτη περίπτωση, που αφορά πρόσωπο που είναι «στην υπηρεσία της Δημοκρατίας» θα πρέπει ο φερόμενος ύποπτος να ήταν- κατά το χρόνο διάπραξης του αδικήματος- στην υπηρεσία της Δημοκρατίας. Το συγκεκριμένο πρόσωπο όμως, δεν ήταν υπάλληλος της Δημοκρατίας ούτε ενεργούσε για αυτή. Ήταν μέλος της Κυπριακής Ολυμπιακής Επιτροπής. Η Κυπριακή Ολυμπιακή Επιτροπή είναι ανεξάρτητος μη κυβερνητικός μη κερδοσκοπικός οργανισμός που υπάγεται στην Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή. Αυτό προνοεί και το Καταστατικό της (άρθρο 2 Legal Status). Κατά συνέπεια δεν μπορούσε η καταγγελία να υπαχθεί σε αυτή τη περίπτωση παρά το ότι έγινε προσπάθεια να ενταχθεί με κάποιο τρόπο. Κατά τη γνώμη μου δεν υπήρχε περιθώριο.
Στην δεύτερη περίπτωση, το πρόβλημα είναι ότι το αδίκημα που γίνεται στο εξωτερικό πρέπει – κατά το χρόνο διάπραξης του- να τιμωρείται με φυλάκιση που υπερβαίνει τα δύο χρόνια. Κατά τον ουσιώδη χρόνο όμως ( 2006 και 2008), ο ΠΚ προνοούσε για φυλάκιση μέχρι δύο έτη. Επομένως και εδώ υπάρχει ένα τεράστιο εμπόδιο.
Εξ όσων γνωρίζω έγινε προσπάθεια από τους ανακριτές να στοιχειοθετηθεί άλλο αδίκημα π.χ αυτό της απόπειρας βιασμού (ή άλλων συναφών αδικημάτων), για να προσπελαστεί το εμπόδιο των δύο ετών φυλάκισης. Αυτό ήταν αδύνατο με βάση την μαρτυρία που υπήρχε. Ουσιαστικά η μαρτυρία ήταν αυτή του θύματος με συγκεκριμένη αναλυτική περιγραφή του τι έγινε. Τα γεγονότα ως καταγράφηκαν όμως, δεν επέτρεπαν την στοιχειοθέτηση άλλου αδικήματος από αυτού της άσεμνης επίθεσης.
Τώρα, για να είμαστε σαφείς. Εδώ δεν λέμε ότι δεν έγινε μία αξιοκατάκριτη, απαράδεκτη πράξη. Δεν είναι αυτό που εξετάζουμε. Εκείνο που απασχολεί είναι εάν μπορεί – στη βάση της καταγγελίας- να προωθηθεί υπόθεση στο Δικαστήριο.
Δυστυχώς με βάση τη μαρτυρία και τα δεδομένα που υπάρχουν η κατάληξη της υπόθεσης στο Δικαστήριο ήταν προδιαγεγραμμένη. Πέραν αυτού όμως, υπάρχει και η υποχρέωση της ΓΕ και της αστυνομίας να ενεργούν δίκαια και να μην προωθούν ποινικές υποθέσεις στα Δικαστήρια όταν αυτές είναι εκ των προτέρων καταδικασμένες σε αποτυχία.
Το αποτέλεσμα βεβαίως αφήνει κάποιον στο απυρόβλητο ο οποίος με βάση τη μαρτυρία επενέβη κατά απαράδεκτο τρόπο κατά του θύματος, για «τεχνικούς» λόγους. Από την άλλη , δεν μπορούν να αλλάξουν τα πραγματικά δεδομένα.
Συνολικά επομένως θεωρώ ότι ο χειρισμός από πλευράς της ΓΕ ήταν ο ενδεδειγμένος.