Η αμεροληψία των Κύπριων Δικαστών υπό τον έλεγχο του ΕΔΑΔ.
Η αμεροληψία των Κύπριων Δικαστών υπό τον έλεγχο του ΕΔΑΔ.
Μία σημαντική απόφαση εκδόθηκε χθες 09/01/18, από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων («ΕΔΑΔ») στην υπόθεση 63246/10 Nicholas v Cyprus.
Η υπόθεση είναι σημαντική για την απονομή της δικαιοσύνης στη Κύπρο διότι αφορά το θέμα της μεροληψίας των Δικαστών στις περιπτώσεις που εκδικάζουν υποθέσεις τις οποίες χειρίζονται δικηγορικά γραφεία ή δικηγόροι που έχουν έμμεση σχέση με το Δικαστή.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο αιτητής ήταν πιλότος στις Κυπριακές Αερογραμμές ο οποίος απολύθηκε. Καταχώρησε αγωγή κατά των Κυπριακών Αερογραμμών για παράνομη απόλυση την οποία έχασε ενώ στη συνέχεια καταχώρησε έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Η έφεση εκδικάστηκε, ως είθισται, από τριμελές Εφετείο δηλαδή από 3 Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Τις Κυπριακές Αερογραμμές (εναγομένη/εφεσίβλητη εταιρεία) εκπροσώπησε στο Εφετείο ο δικηγόρος και διευθύνων σύμβουλος δικηγορικού γραφείου ο οποίος στην απόφαση αναφέρεται με τα αρχικά P.G.P.
Το τριμελές Εφετείο απέρριψε την έφεση του αιτητή στις 21/04/2010.
Το παράπονο του αιτητή ήταν ότι , μετά την έκδοση της απόφασης του Εφετείου διαπίστωσε ότι ο υιός ενός εκ των τριών Δικαστών / Εφετών που εκδίκασε την υπόθεση είχε νυμφευθεί την κόρη του δικηγόρου P.G.P που είχε εκπροσωπήσει την εφεσίβλητη εταιρεία στο Εφετείο. Ήταν δηλαδή συμπέθερος του.
Ο αιτητής ισχυρίστηκε ακόμα ότι ο δικηγόρος του δεν ζήτησε την εξαίρεση του Δικαστή διότι δεν γνώριζε το γεγονός αυτής της σχέσης κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Ο αιτητής καταχώρησε προσφυγή στο ΕΔΑΔ παραπονούμενος για παραβίαση του Άρθρου 6.1 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων («η Σύμβαση») λόγω έλλειψης ανεξαρτησίας του συγκεκριμένου Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Στην απόφαση του το ΕΔΑΔ αναφέρεται στα γεγονότα της υπόθεσης αλλά και στη Νομολογία που ισχύει στο θέμα της ανεξαρτησίας και αμεροληψίας των Δικαστών.
Ειδικότερα αναφέρεται στο ότι υπάρχουν δύο στάδια ελέγχου, το ένα υποκειμενικό και το άλλο αντικειμενικό.
Στην παρούσα περίπτωση , το παράπονο του αιτητή αφορούσε το αντικειμενικό κριτήριο δηλαδή κατά πόσο αντικειμενικά ο συγκεκριμένος Δικαστής φαινόταν στα μάτια τρίτων ότι είχε το εχέγγυο της αμεροληψίας να δικάσει την υπόθεση δοθέντος ότι ο υιός του είχε παντρευτεί την κόρη του δικηγόρου που παρουσίασε την υπόθεση.
Το ΕΔΑΔ δικαίωσε τον αιτητή βρίσκοντας ότι στην παρούσα περίπτωση υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 6.1 της Σύμβασης σε ότι αφορά το θέμα της αμεροληψίας και ανεξαρτησίας του συγκεκριμένου Δικαστή.
Το ΕΔΑΔ έλαβε υπόψη την ιδιομορφία της Κυπριακής κοινωνίας σε ότι αφορά το μέγεθος του πληθυσμού όπου τέτοιες σχέσεις συγγένειας είτε αίματος είτε εξ΄αγχιστείας είναι συχνές σε πάρα πολλές περιπτώσεις.
Το σημαντικό, που πρέπει να κρατήσουμε από την απόφαση του ΕΔΑΔ είναι όσα αναφέρονται στις παραγράφους 64 και 65.
Εκεί το Δικαστήριο αναφέρει ότι θα πρέπει σε κάθε περίπτωση οι ενδιαφερόμενοι να δηλώνουν τη σχέση τους πριν ξεκινήσει η διαδικασία ούτως ώστε τα ενδιαφερόμενα ή επηρεαζόμενα μέρη να γνωρίζουν αλλά και να έχουν τη δυνατότητα να ενστούν πάνω σε αυτό το ζήτημα. Εάν το ενδιαφερόμενο μέρος έχει ένσταση τότε θα πρέπει ο Δικαστής να αποφασίσει κατά πόσο θα εξαιρεθεί ή όχι. Το σημαντικό όμως είναι να δηλώνεται η σχέση εξ΄αρχής διότι αυτό κατά το ΕΔΑΔ είναι ένα ουσιώδες διαδικαστικό κομμάτι το οποίο πρέπει να ακολουθείται ούτως ώστε να διασφαλίζεται το ζήτημα της αντικειμενικής ανεξαρτησίας του Δικαστή.
Σε αυτή την περίπτωση δεν είχε δηλωθεί η σχέση άρα ο διάδικος δεν γνώριζε την πραγματική κατάσταση πραγμάτων κατά τον χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης του.
Επομένως κατά το Δικαστήριο αντικειμενικά υπήρχε θέμα μεροληψίας του συγκεκριμένου Δικαστή.
Συνακόλουθα το ΕΔΑΔ έκρινε ότι το παράπονο του αιτητή ήταν αντικειμενικά δικαιολογημένο και ότι η εθνική Νομοθεσία και πρακτική στο συγκεκριμένο ζήτημα δεν περιείχε τις απαραίτητες ασφαλιστικές δικλίδες.
Σημειώνεται ότι μεταγενέστερα της έκδοσης της απόφασης στην Έφεση το 2010, ο Κώδικας Δικαστικής πρακτικής των Δικαστών τροποποιήθηκε στις 04/10/11 και συμπεριλαμβάνει πρόνοια γι΄αυτό το ζήτημα. Προνοεί δηλαδή ότι Δικαστής δεν εκδικάζει είτε μόνος του είτε με άλλους υπόθεσης στην οποία διάδικος είναι στενός συγγενής ή δικηγόρος με τον οποίο ο Δικαστής είχε προηγουμένως πνευματική συγγένεια ή σχέση πεθερού – γαμπρού ή συμπεθέρου.
Τονίζω όμως καταληκτικά ότι το σημαντικό της απόφασης του ΕΔΑΔ είναι ότι ο Δικαστής οφείλει να δηλώνει τη σχέση κατά την έναρξη της διαδικασίας ούτως ώστε ο διάδικος να δύναται να καθορίσει τη θέση του.
Αξίζει τέλος να αναφερθεί ότι ο αιτητής χειρίστηκε από ένα σημείο και μετά μόνος του την υπόθεση στο ΕΔΑΔ.