Η διαφάνεια, η παύση και η οδός της συνεννόησης.
Η διαφάνεια, η παύση και η οδός της συνεννόησης.
Η χθεσινή ανακοίνωση του γενικού εισαγγελέα δίνει αφορμή για να συζητήσουμε κάποιες πτυχές της αντιπαράθεσης που έχει προκύψει πρόσφατα μεταξύ των δύο κορυφαίων πολιτειακών θεσμών του τόπου μας.
Το πρώτο αφορά το θέμα της της διαφάνειας και δημοσιοποίησης των πορισμάτων των διαφόρων επιτροπών.
Με την χθεσινή ανακοίνωση του ο γενικός εισαγγελέας εξηγεί γιατί στους όρους εντολής της επιτροπής δεν συμπεριέλαβε υποχρέωση για δημοσιοποίηση του πορίσματος.
Αναφέρει ότι ο λόγος είναι η διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος και ότι πρώτιστη ευθύνη και υποχρέωση του είναι να διαφυλάξει τις ποινικές ανακρίσεις και τα τεκμήρια «στα οποία μπορεί να προκύψει ανεπανόρθωτη ζημία από την δημοσιοποίηση του τελικού πορίσματος της Ερευνητικής Επιτροπής.»
Βασικά ο γενικός εισαγγελέας λέει ότι άτομα που θα καταγράφονται στο πόρισμα ως ύποπτοι για αξιόποινες πράξεις, με τη δημοσιοποίηση του πορίσματος, ενδεχομένως να λάβουν μέτρα προφύλαξης τους, όπως π.χ. καταστροφή μαρτυρικού υλικού, ή πιθανόν να προσυνεννοηθούν στο τι θα αναφέρουν, εάν ανακριθούν, από τις αρχές. Αυτό κατά το γενικό εισαγγελέα δεν εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον.
Αυτή η θέση είναι σωστή. Είναι φυσιολογικό για κάθε ανακριτική αρχή να επιθυμεί να έχει το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού στην περίπτωση που θα γίνουν ανακρίσεις κατά ύποπτων προσώπων.
Ο γενικός εισαγγελέας αναφέρει επίσης ότι η ερευνητική επιτροπή θα εκδίδει και ενδιάμεσες εκθέσεις και λέει ότι αυτές θα αξιοποιούνται ανάλογα. Δεσμεύεται τέλος, ότι θα δημοσιοποιούνται τα πορίσματα στο βαθμό που αυτά δεν επηρεάζουν διερεύνηση υποθέσεων κατά υπόπτων.
Κατηγορείται ο γενικός εισαγγελέας ότι δεν θέλει τη διαφάνεια.
Οι αντιδράσεις, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι με την θέση καθ’ αυτή του γενικού εισαγγελέα, αλλά με το ότι ο γενικός εισαγγελέας έχει ταυτιστεί με την κυβέρνηση και την γενικότερη πεποίθηση που υπάρχει στην κοινωνία ότι η κυβέρνηση επιθυμεί να συγκαλύψει την υπόθεση. Αυτό, στα μάτια μίας μεγάλης πλειοψηφίας, του αφαιρεί το αναγκαίο εχέγγυο ανεξαρτησίας και αμεροληψίας.
Εάν όμως αποστασιοποιηθούμε από την περιρρέουσα, και δούμε την ουσία με νομικούς όρους, τότε δύσκολα μπορεί να αντιτάξει κάποιος αντίθετη άποψη στη νομική θέση του γενικού εισαγγελέα για την ανάγκη εμπιστευτικότητας.
Από την άλλη, αυτή η θέση, λανθασμένα θεωρείται ότι αναστέλλει ή αδρανοποιεί την εξουσία του γενικού ελεγκτή να λάβει αντίγραφα των φακέλων και να διεξάγει την δική του έρευνα.
Ο γενικός ελεγκτής έχει αδιαμφισβήτητή εξουσία και αρμοδιότητα να διεξάγει τον έλεγχο για τους «περιορισμένους σκοπούς», όπως σημειώνει και ο τέως γενικός εισαγγελέας στη παρέμβαση του.
Σε κάθε περίπτωση όμως, ο γενικός εισαγγελέας δεν φαίνεται να διαφωνεί με αυτό. Η διαφωνία, φαίνεται να έγκειται, στο ότι ο γενικός ελεγκτής θεωρεί καθήκον του να δημοσιοποιεί τις εκθέσεις του, ενώ ο γενικός εισαγγελέας ευνοεί την μη δημοσιοποίηση οποιασδήποτε έκθεσης διότι δυνατόν να επηρεαστούν οι ποινικές έρευνες.
Αυτή η διαφορά επιλύεται με την πρόταση του τέως γενικού εισαγγελέα ο οποίος εισηγήθηκε όπως δεσμευτούν δημόσια και οι δύο πλευρές όπως μη δημοσιοποιήσουν τις εκθέσεις τους μέχρι να ετοιμαστεί το τελικό πόρισμα της ερευνητικής επιτροπής.
Αυτή η εισήγηση έγινε αποδεκτή από τον γενικό ελεγκτή.
Ο γενικός εισαγγελέας από την άλλη, δεν έχει τοποθετηθεί επί της εισήγησης του τέως γενικού εισαγγελέα. Πιθανόν να έχει διαφορετική άποψη και να θεωρεί ότι από τη στιγμή που ο ίδιος έχει γνωματεύσει και κρίνει ότι είναι ενδεχομένως να επηρεαστούν οι ανακρίσεις από δημοσιοποίηση εκθέσεων, τότε ο γενικός ελεγκτής οφείλει να περιμένει.
Αυτή η διαφωνία έχει πάρει διαστάσεις διότι σε αυτή ενεπλάκησαν η κυβέρνηση και τα κόμματα.
Έτσι, το ΔΗΚΟ ανακοίνωσε ότι δεν θα ψηφίσει τον κρατικό προϋπολογισμό εάν δεν παραδοθούν οι φάκελοι στο γενικό ελεγκτή, συνδέοντας την άρνηση της κυβέρνησης να πράξει τούτο, με το ότι η κυβέρνηση έχει κάτι να κρύψει και δεν επιθυμεί τη διαφάνεια.
Από την άλλη, η κυβέρνηση απαντά ότι δεν θα δοθούν οι φάκελοι διότι αυτή είναι η συμβουλή του γενικού εισαγγελέα. Κατηγορεί δε τον γενικό ελεγκτή ότι έχει εργαλειοποιηθεί από το ΔΗΚΟ.
Στο μεταξύ ο προϋπολογισμός του κράτους έχει καταψηφιστεί.
Ανεξάρτητα του τι πιστεύει ο καθένας, στο τέλος της ημέρας και οι δύο θεσμοί βρέθηκαν εγκλωβισμένοι σε μία πολιτική διελκυστίνδα, ο γενικός εισαγγελέας από την κυβέρνηση και ο γενικός ελεγκτής από το ΔΗΚΟ.
Κατά τη γνώμη μου δεν υπάρχει λάθος η σωστή απάντηση στο ερώτημα ποιος από τους δύο κορυφαίους θεσμούς έχει- νομικά ομιλούντες – δίκαιο. Η κάθε πλευρά έχει τη δική της λογική. Και τεράστιο ρόλο στη θέση της κάθε πλευράς παίζει και η χρονική συγκυρία .
Για παράδειγμα ας υποθέσουμε ότι προλάβαινε ο γενικός ελεγκτής και έπαιρνε το δείγμα φακέλων, ξεκινούσε την έρευνα, και το βίντεο του Al Jazeera που προκάλεσε πολιτικό σεισμό, έβγαινε στον αέρα τρεις μήνες μετά. Τι θα γινόταν σε αυτή την περίπτωση; Ο γενικός εισαγγελέας θα έλεγε στο γενικό ελεγκτή να διακόψει την έρευνα ή θα του απαγόρευε να την δημοσιοποιήσει για να μην επηρεαστούν οι ποινικές έρευνες; Δεν θα έπρεπε – σε τέτοια περίπτωση – να γίνει κάποια συνεννόηση μεταξύ των δύο;
Επίσης, ας μην ξεχνάμε ότι πολύ πρόσφατα είχαμε και το παράδειγμα του συνεργατισμού όπου έτρεχαν μαζί και οι δύο έρευνες αυτή της ερευνητικής επιτροπής Αρέστη και αυτή του γενικού ελεγκτή χωρίς – σε εκείνη τη περίπτωση – να υπάρξει οποιοδήποτε πρόβλημα.
Επανερχόμενος στο θέμα του εγκλωβισμού των δύο θεσμών στα γρανάζια της πολιτικής αντιπαράθεσης, πρέπει να σημειώσω ότι είναι με τεράστια ανησυχία που βλέπω ότι σε αυτή την συζήτηση τίθεται, με τη μέθοδο των διαρροών, και ζήτημα παύσης του γενικού ελεγκτή για ανάρμοστη συμπεριφορά. Οι διαρροές μάλιστα αναφέρουν ότι η νομική υπηρεσία έχει ήδη ετοιμάσει φάκελο και είναι πολύ κοντά στο να προχωρήσει στην καταχώρηση αίτησης στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Θεωρώ ότι αυτές οι διαρροές συνιστούν προσπάθεια εκβιασμού του γενικού ελεγκτή διότι ακριβώς εκδηλώνονται όταν ο ίδιος προσπάθησε να ασκήσει τις αρμοδιότητες που έχει από το Σύνταγμα και το Νόμο.
Πρέπει να θυμίσω ότι στην περίπτωση του Ρίκκου Ερωτοκρίτου είδαμε όλοι από τις τηλεοράσεις μας τον τρόπο που συμπεριφέρθηκε ο τότε βοηθός γενικός εισαγγελέας και τις εκφράσεις που χρησιμοποίησε κατά του τότε γενικού εισαγγελέα. Ήταν αυτή η δημόσια συμπεριφορά που κρίθηκε τότε το Ανώτατο Δικαστήριο, ως ανάρμοστη συμπεριφορά.
Στην συγκεκριμένη περίπτωση την κατ’ ισχυρισμό ανάρμοστη συμπεριφορά του γενικού ελεγκτή την γνωρίζουν μόνο όσοι διαρρέουν το θέμα στις εφημερίδες. Εμείς οι υπόλοιποι αγνοούμε περιστατικά που θα συνιστούσαν ανάρμοστη συμπεριφορά. Και σε κάθε περίπτωση οι διαρροές αναφέρονται σε περιστατικά που έχουν σχέση με άσκηση των αρμοδιοτήτων του συγκεκριμένου αξιωματούχου, και όχι με συμπεριφορά τύπου Ρίκκου Ερωτοκρίτου.
Συνεπώς αυτές οι διαρροές είναι, ως έχουν, αβάσιμες και συνακόλουθα εκθέτουν την κυβέρνηση διότι γίνονται σκόπιμα και για αλλότριους λόγους. Είναι επίσης προφανές ότι η έναρξη τέτοιας διαδικασίας- υπό τις δοσμένες περιστάσεις – θα βάλει τη χώρα σε μία φοβερή περιπέτεια με ανυπολόγιστες επιπτώσεις. Προσωπικά δεν πιστεύω ότι θα υπάρξει τέτοια κίνηση.
Εν κατακλείδι η άποψή μου είναι ότι οι δύο κορυφαίοι θεσμοί οφείλουν να συνεννοηθούν μεταξύ τους διαφυλάσσοντας ταυτόχρονα και την ανεξαρτησία τους από την πολιτική εξουσία και τις πολιτικές αντιπαραθέσεις.
Η λύση μπορεί να είναι είτε η πρόταση του Κώστα Κληρίδη είτε μία παραλλαγή αυτής. Εάν είναι λύση που θα συμφωνήσουν από κοινού τότε δεν τίθεται ζήτημα να τρωθεί το κύρος οποιασδήποτε πλευράς. Ακόμα και εάν μία εκ των δύο πλευρών φαίνεται ότι υποχωρεί κάπως για χάρη του ευρύτερου δημοσίου συμφέροντος, αυτό θα ειδωθεί θετικά από την κοινωνία και όχι αρνητικά. Η διαφορά δεν είναι τέτοια που δεν δύναται να γεφυρωθεί. Τα οφέλη για το τόπο από μία συνεννόηση είναι πολλαπλά ενώ αντιθέτως η οδός της σύγκρουσης θα είναι καταστροφική για το τόπο και οι επιπτώσεις απρόβλεπτες.