Άρνηση επιβίβασης σε επιβάτη και η ευθύνη της αεροπορικής εταιρείας. Απόφαση του ΔΕΕ μετά από παραπομπή από το Ε.Δ. Λάρνακας.
Άρνηση επιβίβασης σε επιβάτη και η ευθύνη της αεροπορικής εταιρείας. Απόφαση του ΔΕΕ μετά από παραπομπή από το Ε.Δ. Λάρνακας.
Μία σημαντική απόφαση εξέδωσε σήμερα (30/04/2020) το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) που αφορά τα δικαιώματα των επιβατών, κατόπιν προδικαστικής παραπομπής ερωτημάτων από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας από την Επαρχιακή Δικαστή κ. Α. Πανταζή – Λάμπρου. Η προδικαστική παραπομπή – που έγινε στις 03/09/2018 – είχε στο επίκεντρο της την ερμηνεία της Απόφασης αριθ. 565/2014/ΕΕ .
Η υπόθεση αφορά την αγωγή 189/2016 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας και η υπόθεση στο ΔΕΕ είναι η υπόθεση C-584/18 D. Z. κατά Blue Air Management Solutions SRL.
Το έναυσμα της υπόθεσης ήταν άρνηση των υπαλλήλων αεροπορικής εταιρείας να δεκτεί προς επιβίβαση επιβάτη που θα ταξίδευε από Λάρνακα προς Βουκουρέστι.
Σημειώνεται ότι στη σύνθεση του Δικαστηρίου συμμετείχε και ο πρόεδρος του ΔΕΕ K. Lenaerts ενώ το Δικαστήριο απάντησε και τα 5 προδικαστικά ερωτήματα που είχαν αποστελεί από το Κυπριακό Δικαστήριο.
Σημειώνω ακόμα ότι ιδιαίτερο νομικό ενδιαφέρον έχει και το κείμενο της απόφασης – αιτήματος για προδικαστική παραπομπή του Κυπριακού Δικαστηρίου. Ειδικά για όσους ασχολούνται ή θα ασχοληθούν με αιτήματα προδικαστικής παραπομπής.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η άρνηση επιβίβασης επιβάτη λόγω προβαλλόμενης ανεπάρκειας των ταξιδιωτικών εγγράφων που επέδειξε δεν στερεί, αυτή καθαυτή, τον επιβάτη από την προστασία που προβλέπει ο κανονισμός σχετικά με την αποζημίωση των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και την παροχή βοήθειας σε αυτούς.
Σε περίπτωση ένδικης αμφισβήτησης εκ μέρους του επιβάτη, εναπόκειται στο αρμόδιο δικαστήριο να εκτιμήσει κατά πόσον η άρνηση επιβίβασης δικαιολογούνταν ή όχι από σοβαρό λόγο.
Με βάση το δελτίο τύπου που εκδόθηκε σήμερα τα γεγονότα ήταν τα εξής:
«Στις 6 Σεπτεμβρίου 2015 ο D. Z., υπήκοος Καζακστάν, μετέβη στον αερολιμένα της Λάρνακας (Κύπρος) προκειμένου να επιβιβαστεί σε πτήση της ρουμανικής αεροπορικής εταιρίας Blue Air με προορισμό το Βουκουρέστι (Ρουμανία), όπου είχε προβλέψει να διαμείνει έως τις 12 Σεπτεμβρίου 2015. Κατά τον έλεγχο στον χώρο του αερολιμένα επέδειξε το διαβατήριό του, μια κυπριακή προσωρινή άδεια διαμονής, την αίτηση για την έκδοση θεώρησης εισόδου στη ρουμανική
επικράτεια την οποία είχε προηγουμένως υποβάλει μέσω της ιστοσελίδας του Υπουργείου Εξωτερικών της Ρουμανίας, καθώς και την απάντηση του Υπουργείου κατά την οποία τέτοια θεώρηση δεν ήταν αναγκαία.
Το προσωπικό εδάφους της Blue Air στον αερολιμένα του Βουκουρεστίου, με το οποίο επικοινώνησαν οι υπάλληλοι της εταιρίας που ενεργούσε ως εντεταλμένη αντιπρόσωπος της Blue Air στον αερολιμένα της Λάρνακας, απάντησε ότι ο D. Z. δεν μπορούσε να εισέλθει στη Ρουμανία χωρίς να είναι κάτοχος εθνικής θεώρησης, με αποτέλεσμα να μην του επιτραπεί τελικά η επιβίβαση στην ως άνω πτήση.
Ο D. Z. άσκησε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Κύπρος) αγωγή κατά της Blue Air, ζητώντας την αποκατάσταση της ζημίας που υποστήριξε ότι υπέστη συνεπεία της αρνήσεως επιβίβασης.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το αιτούν δικαστήριο ζήτησε από το Δικαστήριο να προβεί σε ερμηνεία της αποφάσεως για την εισαγωγή απλουστευμένου καθεστώτος για τον έλεγχο των προσώπων στα εξωτερικά σύνορα (στο εξής: απόφαση) , καθώς και του κανονισμού σχετικά με την αποζημίωση των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και την παροχή βοήθειας σε αυτούς , του κώδικα συνόρων του Σένγκεν
Κατά το άρθρο 3 της αποφάσεως, τα τέσσερα κράτη μέλη τα οποία αφορά η απόφαση αυτή, μεταξύ των οποίων η Ρουμανία, δύνανται να αναγνωρίζουν ως ισοδύναμες προς τις εθνικές θεωρήσεις τους, για παραμονή στην επικράτειά τους μη υπερβαίνουσα τις 90 ημέρες εντός οιασδήποτε περιόδου 180 ημερών, τις θεωρήσεις και άδειες διαμονής που εκδίδονται από τα άλλα κράτη μέλη τα οποία αφορά η ίδια απόφαση.
Με τη σημερινή απόφασή του, το Δικαστήριο εκτιμά, κατ’ αρχάς, ότι, εφόσον κράτος μέλος το οποίο αφορά η απόφαση δεσμευθεί, όπως έπραξε η Ρουμανία, να εφαρμόσει την απόφαση και το καθεστώς που προβλέπεται με το άρθρο 3 αυτής και να αναγνωρίζει ως ισοδύναμες προς τις δικές του θεωρήσεις τις εθνικές θεωρήσεις και τις άδειες διαμονής που εκδίδονται από τα λοιπά κράτη μέλη τα οποία είναι αποδέκτες της αποφάσεως, το κράτος μέλος αυτό υποχρεούται να αναγνωρίζει, κατ’ αρχήν, όλα τα έγγραφα που μνημονεύονται στο εν λόγω άρθρο, για κάθε παραμονή στην επικράτειά του μη υπερβαίνουσα τις 90 ημέρες εντός οιασδήποτε περιόδου 180 ημερών, και δεν δύναται να παρεκκλίνει, κατά περίπτωση, από το καθεστώς αυτό.
Δεδομένου ότι η εν λόγω διάταξη της αποφάσεως πληροί, συναφώς, τα κριτήρια του ανεπιφύλακτου και αρκούντως ακριβούς χαρακτήρα, το Δικαστήριο κρίνει ότι υπήκοος τρίτου κράτους, ο οποίος είναι κάτοχος θεώρησης εισόδου ή άδειας διαμονής ως προς την οποία ισχύει η ανωτέρω αναγνώριση, δύναται να επικαλεστεί τη διάταξη αυτή έναντι του ως άνω κράτους μέλους (άμεσο αποτέλεσμα).
Εντούτοις, ο επιβάτης δεν δύναται να επικαλεστεί την απόφαση έναντι του αερομεταφορέα ο οποίος δεν του επέτρεψε την επιβίβαση με την αιτιολογία ότι οι αρχές του κράτους μέλους προορισμού αρνήθηκαν την είσοδό του σε αυτό το κράτος, δεδομένου, ότι, αρνούμενος την επιβίβαση, ο αερομεταφορέας δεν ενεργεί ως προέκταση του εν λόγω κράτους μέλους. Η αποστολή του είναι προδήλως διαφορετική από εκείνη με την οποία είναι επιφορτισμένοι οι συνοριοφύλακες δυνάμει του κώδικα συνόρων του Σένγκεν: ο αερομεταφορέας υποχρεούται απλώς να εξακριβώνει ότι οι αλλοδαποί είναι κάτοχοι των ταξιδιωτικών εγγράφων που απαιτούνται για την είσοδο στο έδαφος του κράτους μέλους προορισμού.
Εν συνεχεία, το Δικαστήριο, υπογραμμίζοντας ότι δυνάμει του κώδικα συνόρων του Σένγκεν η άρνηση εισόδου υπόκειται σε ιδιαιτέρως αυστηρές τυπικές προϋποθέσεις, οι οποίες αποσκοπούν, μεταξύ άλλων, στη διαφύλαξη των δικαιωμάτων άμυνας, επισημαίνει ότι η άρνηση αερομεταφορέα να επιβιβάσει υπήκοο τρίτου κράτους, χωρίς να υφίσταται γραπτή και αιτιολογημένη απόφαση άρνησης εισόδου που να έχει κοινοποιηθεί στον ενδιαφερόμενο, είναι αντίθετη στον κώδικα αυτό.
Τέλος, το Δικαστήριο κρίνει ότι η άρνηση επιβίβασης λόγω προβαλλόμενης ανεπάρκειας των ταξιδιωτικών εγγράφων δεν στερεί, αυτή καθαυτήν, τον επιβάτη από την προστασία που παρέχει ο κανονισμός σχετικά με την αποζημίωση των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και την παροχή βοήθειας σε αυτούς. Ειδικότερα, τυχόν παροχή στον οικείο αερομεταφορέα της εξουσίας να εκτιμά και να αποφασίζει μονομερώς και οριστικώς ότι η άρνηση δικαιολογείται από σοβαρό λόγο και, κατά συνέπεια, να αποστερεί τους επιβάτες από την προστασία της οποίας θα έπρεπε να απολαύουν δυνάμει του κανονισμού αυτού θα ήταν αντίθετη προς τον σκοπό του τελευταίου, ο οποίος επιτάσσει τη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των επιβατών.
Επομένως, σε περίπτωση ένδικης αμφισβήτησης, εναπόκειται στο αρμόδιο δικαστήριο να εκτιμήσει κατά πόσον η άρνηση επιβίβασης δικαιολογούνταν ή όχι από σοβαρό λόγο. Συναφώς, ο κανονισμός σχετικά με την αποζημίωση των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και την παροχή βοήθειας σε αυτούς αντιτίθεται σε ρήτρα περιλαμβανόμενη στους γενικούς όρους του αερομεταφορέα, η οποία περιορίζει ή αποκλείει την ευθύνη του σε περίπτωση αρνήσεως επιβίβασης επιβάτη λόγω προβαλλόμενης ανεπάρκειας των ταξιδιωτικών του εγγράφων, στερώντας, κατά τον τρόπο αυτό, τον επιβάτη από τυχόν δικαίωμά του σε αποζημίωση.»